- αποχρώ
- ἀποχρῶ (-άω κ. ιων. τ. -έω) (Α)Ι. 1. αρκώ, επαρκώ2. απρόσ. είναι αρκετό, αρκεί3. (-ώμαι) α) είμαι ευχαριστημένος με κάτι, ικανοποιούμαιβ) μεταχειρίζομαι κάτι για δική μου ωφέλεια, επωφελούμαι4. κάνω κατάχρηση5. καταστρέφω, σκοτώνωII. επίρρ. αποχρώντωςεπαρκώς. III. (μτχ. ενεστ.) ἀποχρῶν, -ῶσα, -ῶν(ΑΝ)επαρκής, δικαιολογητικός(«ἀποχρῶν λόγος», ο λόγος που κάνει πλήρως καταληπτή την παραγωγή ενός φαινομένου«ἀποχρῶσαι ενδείξεις», επαρκείς για να σχηματίσει κάποιος μια γνώμη).[ΕΤΥΜΟΛ. || απο-* + χρώ «δίνω για χρήση, δανείζω»].
Dictionary of Greek. 2013.